πολωσι(ο)σκόπιο(ν)

πολωσι(ο)σκόπιο(ν)
πολωσκόπιο[ν] τό физ. полярископ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πολωσι(ο)σκόπιο(ν)" в других словарях:

  • πολωσι(ο)σκόπιο — και πολωσκόπιο, το, Ν φυσ. διάταξη με τη βοήθεια τής οποίας διαπιστώνεται αν ορισμένο φως είναι φυσικό ή πολωμένο και η οποία βρίσκει εφαρμογή στη φωτοελαστικομετρία για τον εντοπισμό και τον υπολογισμό τών εσωτερικών μηχανικών τάσεων που… …   Dictionary of Greek

  • πολωσκόπιο — το, Ν βλ. πολωσι(ο)σκόπιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»